Ως «αόριστες αναφορές χωρίς πραγματικά περιστατικά ή άλλα αποδεικτικά» χαρακτηρίζονται οι καταθέσεις των εισαγγελέων Ιωάννη Αγγελή και Ελένης Ράικου, στο βούλευμα που εξέδωσε το Συμβούλιο Εφετών.
Το Δικαστικό Συμβούλιο Εφετών υιοθετεί πλήρως την πρόταση της εισαγγελέως Νίκης – Αναστασίας Μουζάκη, που εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης Λοβέρδου, με την οποία διατύπωνε λόγους δυσπιστίας για αμεροληψία της εισαγγελέως Διαφθοράς και των επίκουρών της και ζητούσε την εξαίρεσή τους από την υπόθεση της Novartis, με την επίκληση των καταθέσεων Αγγελή και Ράικου.
Η εισηγήτρια του Συμβουλίου Εφετών αναφέρεται στην πρότασή της σε κάθε μία από τις αιτιάσεις του βουλευτή και αναπτύσσει το σκεπτικό της επί όλων. Το σκεπτικό Κατά την κ. Μουζάκη, τα αποσπάσματα των καταθέσεων αυτών «δεν μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία μεροληψίας», διότι κατά την άποψή της «σε αυτά αναφέρονται (σ.σ. ο κ. Αγγελής και η κ. Ράικου) αόριστα ότι είχαν σχηματίσει την εντύπωση πως πίσω από τις ενέργειες των εισαγγελέων Διαφθοράς υπήρχε τρίτο πρόσωπο που κινούσε τα νήματα, κατονομάζοντας τον κ. Παπαγγελόπουλο, χωρίς να αναφέρουν πραγματικά περιστατικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία».
Τονίζει επίσης η κ. Μουζάκη πως οι επίμαχες δύο καταθέσεις ουσιαστικά δεν έχουν αξιολογηθεί ως προς την αξιοπιστία τους, αφού έχουν δοθεί στο πλαίσιο έρευνας του Αρείου Πάγου, που δεν έχει ολοκληρωθεί. Επίσης, αρνείται ως απόδειξη μεροληψίας την πρόταση των 30 βουλευτών για τη σύσταση προκαταρκτικής εξέτασης κατά του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, που επικαλέστηκε ο κ. Λοβέρδος. Η εισαγγελέας τονίζει, μάλιστα, ότι η εν λόγω πρόταση των βουλευτών βασίστηκε κυρίως στις καταθέσεις του κ. Αγγελή και της κ. Ράικου.
Για όσα αναφέρει ο κ. Λοβέρδος περί καθυστέρησης της Εισαγγελίας Διαφθοράς για την αποστολή της δικογραφίας για τα δέκα πολιτικά πρόσωπα στη Βουλή, προκειμένου να αποσβεστεί η προθεσμία όσον αφορά τον πρώην υπουργό κ. Κουρουμπλή, καθώς και για τις αιτιάσεις του σχετικά με την παροχή καθεστώτος προστασίας στον Νίκο Μανιαδάκη (τη στιγμή που άλλος μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος τον κατηγορούσε για δωροδοκία), η κ. Μουζάκη αρνείται πλήρως ότι αποτελούν στοιχεία μεροληψίας, αλλά ενδεχομένως, σε ό,τι αφορά τον χειρισμό, αποτελούν ενέργειες που πιθανά οδηγούν σε κάποιον πειθαρχικό έλεγχο.
Η εισαγγελέας τονίζει, επίσης, πως όλες οι ενέργειες των εισαγγελέων Διαφθοράς τελούσαν υπό την εποπτεία του αρμόδιου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και επισημαίνει πως «γνωστοποιήθηκαν στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τουλάχιστον δύο φορές και έγιναν δεκτά τα αιτήματά τους για άρση ασυλίας του αιτούντος από την ολομέλεια της Βουλής».
Τέλος, η κ. Μουζάκη αναφέρει στην πρότασή της πως όλα όσα επικαλέστηκε ο κ. Λοβέρδος στην αίτηση του του ήταν γνωστά, πλην όμως ο βουλευτής «δεν υπέβαλε αίτημα εξαίρεσης κατά το διάστημα διενέργειας της προκαταρκτικής εξέτασης», αλλά στις 3 Οκτωβρίου 2019, μέρα συζήτησης στη Βουλή της άρσης ασυλίας του και ενώ είχε ήδη ολοκληρωθεί η έρευνα της Εισαγγελίας Διαφθοράς ως προς τον ίδιο.
Μετά το εξώδικο της εισαγγελέως κατά της Διαφθοράς, Ελένης Τουλουπάκη, στο στέλεχος της εφημερίδας «Καθημερινή» Αλέξη Παπαχελά και στη δικαστική συντάκτρια Ιωάννα Μάνδρου για το δημοσίευμα σχετικά με τους προστατευόμενους μάρτυρες στην υπόθεση Novartis, η κ. Τουλουπάκη επανήλθε με διευκρινιστική δήλωση, στην οποία τονίζει πως η αναφορά της σε παράνομη διαρροή απόρρητου εγγράφου της έρευνας δεν αφορά φυσικά τους ανωτέρους της στον Άρειο Πάγο. «Προς αποφυγή σκόπιμων παρερμηνειών, διευκρινίζω ότι με κανέναν τρόπο η εξώδική μου δήλωση δεν συνιστά μομφή σε βάρος του Αρείου Πάγου, τους λειτουργούς του οποίου σέβομαι και τιμώ και για τους οποίους είμαι απολύτως βέβαιη ότι ουδεμία σχέση έχουν με τη διαρροή του εμπιστευτικού εγγράφου που είδε το φως της δημοσιότητας», αναφέρει η Ελ. Τουλουπάκη.
Προηγήθηκε η δημοσιοποίηση εμπιστευτικού εγγράφου με ημερομηνία 8 Οκτωβρίου 2019, που υπογράφεται από την επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς και από το οποίο, σύμφωνα με την εφημερίδα, προκύπτει ότι οι δύο προστατευμένοι μάρτυρες είναι τα ίδια πρόσωπα με τους μάρτυρες που προτάθηκαν από δικηγορικό γραφείο για κατάθεση στις ΗΠΑ.
Στην εξώδικη δήλωσή της η εισαγγελέας χαρακτήριζε το δημοσίευμα «ανακριβές και παραπλανητικό», με σκοπό την «παραπληροφόρηση και τη συσκότιση ερευνών της Εισαγγελίας Διαφθοράς», υπογράμμιζε ότι η δημοσίευση συνιστά αξιόποινη πράξη, καθώς παραβιάζεται η μυστικότητα της προδικασίας, και καλούσε τη δημοσιογράφο να κατονομάσει την πηγή της «παράνομης διαρροής του εγγράφου», αν -όπως ανέφερε- δεν το έχει υπεξαιρέσει η ίδια.
Επίσης, σημείωνε ότι από το έγγραφο δεν αποδεικνύεται πως η Εισαγγελία Διαφθοράς γνωρίζει αν οι μάρτυρες που έθεσε σε καθεστώς προστασίας ταυτίζονται με προστατευόμενους μάρτυρες της αμερικανικής έρευνας ούτε με πιθανό προσδοκώμενο όφελός τους από την εξέλιξη της υπόθεσης στις ΗΠΑ, κάτι που χαρακτήριζε αυθαίρετο ως συμπέρασμα. Ανέφερε, επίσης, ότι η Εισαγγελία Διαφθοράς έχει απευθυνθεί δύο φορές στις αμερικανικές αρχές με αιτήματα δικαστικής συνδρομής που δεν έχουν καν απαντηθεί και διέψευδε ότι της ζητήθηκαν εξηγήσεις από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με το πώς οργανώθηκε το καθεστώς προστασίας των μαρτύρων.